αγουροξυπνώ

αγουροξυπνώ
αγουροξύπνησα, αγουροξυπνημένος
1. μτβ., ξυπνώ κάποιον πρόωρα: Με αγουροξύπνησαν οι φωνές σου.
2. αμτβ., ξυπνώ ο ίδιος πρόωρα: Αγουροξύπνησα και δεν ξανακοιμήθηκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγουροξυπνώ — (μτβ.) 1. ξυπνώ κάποιον πρόωρα, τόν σηκώνω από τον ύπνο του 2. (αμτβ.) ξυπνώ πρόωρα δίχως να έχω κοιμηθεί αρκετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ξυπνώ. ΠΑΡ. αγουροξύπνημα, αγουροξυπνημένος, αγουροξυπνημός, αγουροξύπνητος] …   Dictionary of Greek

  • άγουρος — η, ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.) (για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρι νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε 2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος,… …   Dictionary of Greek

  • αγουρο- — θ. τού επιθ. άγουρος ως α συνθετικό που δηλώνει: 1. τους πρώιμους καρπούς (αγουροδαμάσκηνο, αγουρόμηλο, αγουρόσυκο) 2. ότι κάτι γίνεται πρόωρα, πριν από την καθορισμένη ώρα (αγουρογεννώ, αγουρογερνώ, αγουροθερίζω, αγουροξυπνώ, αγουροπεθαίνω) …   Dictionary of Greek

  • αγουροξυπνημένος — και ητος, η, ο [αγουροξυπνώ] αυτός που ξύπνησε ή τόν ξύπνησαν πρόωρα …   Dictionary of Greek

  • αγουροξυπνημός — ο [αγουροξυπνώ] το αγουροξύπνημα* …   Dictionary of Greek

  • αγουροξύπνημα — το [αγουροξυπνώ] πρόωρη διακοπή τού ύπνου, πρόωρο ξύπνημα …   Dictionary of Greek

  • αγουροξύπνητος — η, ο [αγουροξυπνώ] βλ. αγουροξυπνημένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”